- περγαμό(ν)το
- το бергамот (сорт груши)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περγαμό(ν)το — το (λ. ιταλ.), καρπός της περγαμινιάς, που είναι δέντρο σαν τη λεμονιά: Κάναμε γλυκό με περγαμό(ν)το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περγαμό(ν)το — ή μπεργκαμότο, το (γεωπ.) 1. υποείδος νεραντζιάς 2. γλύκισμα που παρασκευάζεται από τον καρπό τού φυτού αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pergamotto] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Τήλεφος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή και της Αύγης, κόρης του βασιλιά της Τεγέας, Αλεού, και ιέρειας της Αθηνάς. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του τον έκρυψε στο ιερό άλσος της Αθηνάς, όπου τον βρήκε ο Αλεός. Ο Αλεός… … Dictionary of Greek
αγαθόδωρος — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε και μαρτύρησε τον 3o αι. Καταγόταν από την Πέργαμο της Μ. Ασίας. Συνεορτάζει με τον επίσκοπο Περγάμου Κάρπο και τον διάκονο Παπύλο στις 13 Οκτωβρίου. Θανατώθηκε ενώ μεταφερόταν δέσμιος μαζί… … Dictionary of Greek
δημάρατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος ευγενής (7ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον οίκο των Βακχιαδών. Καταδιώχθηκε από τον Κύψελο και έφυγε από την Κόρινθο στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., παίρνοντας μαζί του πολλούς καλλιτέχνες. Εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek
περγαμηνός — ή, ό / περγαμηνός, ή, όν, ΝΑ [Πέργαμος] 1. αυτός που προέρχεται από την Πέργαμο ή αυτός που κατασκευάζεται στην Πέργαμο 2. το θηλ. ως ουσ. η περγαμηνή βλ. περγαμηνή νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Περγαμηνός και η Περγαμηνή ο… … Dictionary of Greek
πυρομάχος — Όνομα 2 Αθηναίων ανδριαντοποιών της αρχαιότητας. 1. Έζησε τον 5o αι. π.Χ. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι είχε φιλοτεχνήσει χάλκινο τέθριππο που το οδηγούσε ο Αλκιβιάδης. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει άλλον χαλκοπλάστη με αυτό το όνομα, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek
Αντίγονος — I Όνομα τριών Μακεδόνων βασιλιάδων. 1. Α. ο επιλεγόμενος ΜονόφθαλμοςΚύκλωψ (381 – 301 π.Χ.). Στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ίδρυσε τη λεγόμενη δυναστεία των Αντιγονιδών στην παλιά σατραπεία της Μεγάλης Φρυγίας, της Παμφυλίας και της Λυκίας … Dictionary of Greek
Απολλόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σκιαγράφος (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Επονομάστηκε σκιαγράφος επειδή θεωρείται ότι χρησιμοποιούσε διαβαθμίσεις της φωτοσκίασης, δίνοντας έτσι πλαστικότητα στις μορφές και στα αντικείμενα που ζωγράφιζε και … Dictionary of Greek
Αριστοκλής — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Καταγόταν από την Κυδωνία της Κρήτης. Ένα χάλκινο σύμπλεγμά του στην Ολυμπία παρίστανε τον Ηρακλή να μάχεται εναντίον έφιππης Αμαζόνας. 2. Γλύπτης (6ος αι. π.Χ.). Εργάστηκε στην… … Dictionary of Greek